μιμητάς

μιμητάς
μῑμητά̱ς , μιμητής
imitator
masc acc pl
μῑμητά̱ς , μιμητής
imitator
masc nom sg (epic doric aeolic)
μῑμητά̱ς , μιμητός
to be imitated
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μιμητής — ο, θηλ. μιμήτρια (ΑΜ μιμητής) [μιμούμαι] αυτός που μιμείται κάποιον ή κάτι, αυτός που ακολουθεί τους τρόπους, τη συμπεριφορά άλλου («οἱ διδάσκαλοι τοὺς μαθητὰς μιμητὰς ἑαυτῶν ἀποδεικνύουσιν», Ξεν.) αρχ. 1. αυτός που παριστάνει κάτι με μίμηση,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”